αλληλοδιάδοχως

αλληλοδιάδοχως
επίρρ. подряд;
без перерыва; сменяя друг друга

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλληλοδιάδοχως" в других словарях:

  • περιτροπή — η, ΝΜΑ [περιτρέπω] φρ. «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» με τη σειρά, αλληλοδιαδόχως, με κανονική εναλλαγή τής σειράς μσν. αρχ. μετατροπή, εναλλαγή («μηδαμῶς συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ… …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»